φιγουράτος — η, ο, Ν αυτός που εντυπωσιάζει με την εμφάνισή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιγούρα + κατάλ. άτος (πρβλ. λουλουδ άτος)] … Dictionary of Greek
λουσάτος — η, ο [λούσο] 1. ντυμένος με πολυτέλεια, καλλωπισμένος 2. (για πράγματα) κατασκευασμένος ή στολισμένος με πολυτέλεια, φιγουράτος («λουσάτο έπιπλο») … Dictionary of Greek
λουσάτος — η, ο (λ. ιταλ.) 1. (για ανθρώπους), ντυμένος με πολυτέλεια, λουσαρισμένος: Κάνει παρέα μόνο με λουσάτους. 2. (για πράγματα), διακοσμημένος με πολυτέλεια, φιγουράτος: Έχουν λουσάτο σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φανταχτερός — φανταχτερός, ή, ό και σφανταχτερός, ή, ό επίρρ. ά εκείνος που φαντάζει (βλ. λ.), που χτυπάει στο μάτι, ο ζωηρόχρωμος, ο χτυπητός, ο φαντεζί, ο φιγουράτος: Φανταχτερή γραβάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)